τέτρωρον — plot of ground marked out by four boundaries neut nom/voc/acc sg τέτρωρος yoked four together masc/fem acc sg τέτρωρος yoked four together neut nom/voc/acc sg τετράορος yoked four together masc/fem acc sg τετράορος yoked four together neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρώροις — τέτρωρον plot of ground marked out by four boundaries neut dat pl τέτρωρος yoked four together masc/fem/neut dat pl τετράορος yoked four together masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρώρου — τέτρωρον plot of ground marked out by four boundaries neut gen sg τέτρωρος yoked four together masc/fem/neut gen sg τετράορος yoked four together masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρώρων — τέτρωρον plot of ground marked out by four boundaries neut gen pl τέτρωρος yoked four together masc/fem/neut gen pl τετράορος yoked four together masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρώρῳ — τέτρωρον plot of ground marked out by four boundaries neut dat sg τέτρωρος yoked four together masc/fem/neut dat sg τετράορος yoked four together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτρωρα — τέτρωρον plot of ground marked out by four boundaries neut nom/voc/acc pl τέτρωρος yoked four together neut nom/voc/acc pl τετράορος yoked four together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετράορος — και συνηρ. τ. τέτρωρος, ον, ΜΑ 1. το ουδ. ως ουσ. το τέτρωρον α) τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι β) η άνω επιφάνεια τού αστραγάλου 2. φρ. α) «τετράοροι ἵπποι» τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι β) «τετράορον ἅρμα» το τέθριππο αρχ. τετράποδος («ὑψίκερω… … Dictionary of Greek